-Η ιδέα σου θα φανεί πολύ χρήσιμη στους τουρίστες. Άσε που δεν θα ξέρουν ότι οι πρώτες ύλες είναι ντόπιες. Θα μοσχοπουληθούν οι ομπρέλες. Όμως… Κάτι πρέπει να βγάλει και ο πλανήτης μας από αυτήν την ιστορία, έτσι δεν είναι; Προτείνω λοιπόν το εξής απλό: Να αυξηθούν οι τιμές, ώστε να πάρεις κι εσύ κατιτίς παραπάνω, αλλά το 80% των κερδών να πηγαίνει στο κράτος. Σύμφωνοι;
-Μα… μα… ψέλλισε ο Ηλίας Κο.
Σταμάτησε, μόλις είδε τρεις από τους μπράβους να μετακινούνται και να τον περικυκλώνουν, τάχαμ αδιάφορα αλλά πολύ στρατηγικά. Στην τσέπη του ενός διέκρινε κάτι σαν πιστόλι ή μαχαίρι. Σκέφτηκε αστραπιαία ότι και οι υπόλοιποι θα ήταν οπλισμένοι. Όμως, έπρεπε να συνεχίσει να «παίζει».
-Δεν γίνεται. Οι ομπρέλες είναι γνωστές για την ποιότητά τους και τη φτηνή τους τιμή. Αν γίνουν πιο ακριβές, όλοι οι τουρίστες θα έρχονται με ομπρέλες φτιαγμένες από το δικό τους πλανήτη και σίγουρα το κόστος δεν θα είναι τόσο…
-Λες ψέματα. Θα επιβαρυνθούν τη μεταφορά επιπλέον μάζας εδώ. Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα από το πόσο λαμπρός είναι ο ήλιος μας και θα αναγκαστούν να αγοράσουν όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό από εδώ. Αλλά, δεν πειράζει… αφού επιμένεις, δεν έχω παρά να σε καταγγείλω στο Δημοτικό Συμβούλιο για άρνηση προσφοράς προς τον τόπο. Α, και κάτι ακόμα… Εύκολα κανονίζεται να … χμ… επισκεφθεί το μαγαζάκι σου ένα κλιμάκιο της εφορίας. Καταλαβαίνεις πόσο… εχμμμ… διψασμένοι είναι αυτοί οι τύποι στο να ανακαλύπτουν παρανομίες. Ξέρεις πολύ καλά ότι μπορούν και να τις ξετρυπώνουν εκεί που δεν υπάρχουν… λέω εγώ τώρα…
Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Ο «μάσκας» ήταν σίγουρα ένας από τους τοπικούς άρχοντες του ραγδαία αναπτυσσόμενου πλανήτη. Δεν ήταν μόνο το κακόγουστο προσωπείο που φορούσε, ήταν και η αναφορά του στο Δημοτικό Συμβούλιο. Άρα, είχε την εξουσία, μπορούσε να του κάνει μεγάλη ζημιά. Βέβαια, δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν η βιοτεχνία, μόνο το μαγαζί ήξερε πού είναι, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να το βρει εύκολα.
Οι τρεις μπράβοι έσκηψαν ταυτόχρονα το κορμί τους προς το μέρος του, κοιτάζοντας σε τυχαίες κατευθύνσεις, αλλά σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Το πτώμα θα έφερνε την αστυνομία, η αστυνομία ανακρίσεις…
Ναι, αλλά τότε, γιατί κυνηγούσαν στις ερημιές τον φίλο του, τον αφελή Μιχάλη Μα; Προφανώς δεν τον φόβιζαν οι αρχές. Προφανώς υπήρχε διαφθορά παντού.
Γαμώτο, αυτός ο τύπος έχει άκρες παντού. Αχ, άτυχε Ηλία, οι ελπίδες σου να κάνεις ένα μικρό κομπόδεμα και να παντρευτείς τη Βασιλική φαίνεται ότι θα πάνε περίπατο. Ή θα πεθάνεις τώρα, μαχόμενος για μια ιδέα αλλά εντελώς άσκοπα, αφού κανένας δεν θα μάθει για τις πράξεις σου, ή θα ζήσεις το υπόλοιπο – μεγάλο – μέρος της ζωής σου σαν σκλάβος αυτού του μπάμια, ξέροντας ότι η οικονομική ακμή της πατρίδας σου, αλλά και η δικιά σου, θα είναι προσωρινή.
-Μα, με παρεξηγήσατε. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να σταθώ εμπόδιο στην εξέλιξη της πατρίδας μου. Σκεφτόμουν μόνο μήπως, να… μείνει μυστική η σύνθεση των ομπρελών.
-Δεν βαριέσαι, σημασία έχει η φήμη, ο μύθος. Κι όταν περάσουν μερικές γενιές, ξέρεις ότι ο μύθος γίνεται θρύλος. Είμαι περήφανος για σένα, Ηλία. Σκέφτηκες συνετά και… πατριωτικά. Από αύριο κιόλας θα έρθουν βοηθοί στη μικρή σου βιοτεχνία. Θα κάνουμε θαύματα…
Όπως αποδείχτηκε από το χρόνο, η κίνηση αυτοσυντήρησης του Ηλία είχε ακριβώς τα αποτελέσματα που είχε υπολογίσει εκείνη τη στιγμή. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα, έμεινε σε ένα μικρό, αλλά σε πολύ κεντρικό σημείο μαγαζάκι, πουλώντας τις θαυματουργές ομπρέλες του. Βέβαια, πολύ γρήγορα η σύνθεση του υλικού τους έγινε γνωστή και ο τζίρος έπεσε κατακόρυφα. Πρόλαβε όμως να παντρευτεί τη Βασιλικούλα και να κάνει δυο γιους. Οι δυο τους έζησαν φτωχικά, αλλά αγαπημένοι.
Όσο για το μασκοφορεμένο Αφεντικό, δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν, απλά υπολόγισε, πολλά χρόνια μετά, πως θα ήταν πεθαμένος πια. Περιττό να πούμε ότι στα πλανητικά ταμεία δεν μπήκε ποτέ χρηματική μονάδα, πέρα από τους μικρούς φόρους του πενιχρού εισοδήματος του Ηλία.
Οι μύθοι του Sifnion
Ας ξαναγυρίσουμε πίσω στο χρόνο, τότε που ο Μιχάλης Μα, με μια ανεξήγητη αισιοδοξία, ακολουθούσε το ποταμάκι στον άγνωστο πλανήτη και χαιρόταν τη μουσική των πουλιών.
Αισθανόταν τόσο υπέροχα, που δεν του πέρασε καθόλου από το μυαλό το σενάριο να είχαν πιάσει οι διώκτες τον φίλο του, τον Ηλία. Μπορεί να πέρασαν μόνο λίγα λεπτά από το ανθρωποκυνηγητό, αλλά βρισκόταν κιόλας έτη φωτός μακριά.
-Αλήθεια, πού βρίσκομαι;
Αλίμονο, μια αναλαμπή μόνο ήταν η σκέψη αυτή. Συνέχισε να ακούει τη μελωδία και να ακολουθεί το ποτάμι, ώσπου το είδε να καταλήγει σε μια μικρή λιμνούλα. Πιο πέρα, ήταν τα άσπρα σπιτάκια.
Πλησίαζε, ώσπου είδε μια φιγούρα στην όχθη της λίμνης. Η καρδιά του χτυπούσε άτσαλα, τρελά και παράλογα. Ολοένα και πλησίαζε. Ολοένα και η φιγούρα μεγάλωνε. Ήταν σε απόσταση πια ικανή να καταλάβει ότι η φιγούρα φορούσε λευκά ρούχα. Συνέχισε να πλησιάζει. Η φιγούρα σήκωσε το κεφάλι. Φάνηκε να τον είδε, γιατί σταμάτησε να ασχολείται με αυτό που έκανε στην όχθη της λίμνης και τον περιεργάστηκε για λίγο. Κατόπιν, έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε.
Ο Μιχάλης πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Μπορούσε να διακρίνει πια καθαρά ότι η φιγούρα έπλενε ρούχα στη λίμνη… κι ότι ήταν γυναίκα!
Τότε ήταν που η καρδιά του αποτρελάθηκε ακόμα περισσότερο. Αν τα βήματά του έγιναν πιο γρήγορα, οι χτύποι της ήταν τέτοιοι που λες και η καρδιά θα απογειωνόταν.
-Ουπς… θα απεδαφιζόταν είναι το σωστό, αφού η Γη ήταν πια ένας μύθος. Υπήρξε ποτέ, άραγε;
Του έκανε εντύπωση που η γυναίκα δεν φοβήθηκε για να φύγει μακριά. Ποιος ξέρει άραγε τι ήθη και ταμπού είχε ο κόσμος τούτος…
Στάθηκε κοντά της. Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν!… Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, μακριά και ολόισια. Τα μάτια της είχαν το ίδιο χρώμα, το κατάλαβε μόλις του χαμογέλασε καθώς τον ξανακοίταξε. Το χαμόγελό της αστραφτερό, τα δόντια της κατάλευκα…
Για κάποια δευτερόλεπτα, δυο εικόνες μπλέχτηκαν στο μυαλό του. Η μία ήταν η Μπέμπα, η ξένη από τον Τοριτσέλι, με τα κόκκινα μαλλιά και τις πλούσιες καμπύλες. Η άλλη ήταν ετούτη εδώ η μελαχρινή, με το απίθανο χαμόγελο.
Μπας και δεν ήταν τελικά ερωτευμένος; Μπας και ο έρωτας δεν είναι παρά μια αρρώστια, ένα συναίσθημα εγωιστικό που μας τυφλώνει και αλλάζει γούστα και απαιτήσεις μόλις το επιτρέψουν οι περιστάσεις;
-Γεια σου… καλημέρα…
Η κοπέλα τον κοίταξε ξανά, αμήχανη στην αρχή. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι μάλλον εκείνη δεν καταλάβαινε την προφορά του. Έτσι είναι, οι αποστάσεις και τα χρόνια αλλάζουν τα πάντα. Ευτυχώς που η πληροφορία μεταδιδόταν μέσα στο Γαλαξία σχεδόν αστραπιαία, διαφορετικά οι γλώσσες των κόσμων των δύο νέων θα ήταν εντελώς διαφορετικές.
-Γεια σου και σένα, του αποκρίθηκε τελικά. Δεν σε κατάλαβα στην αρχή, είσαι ξένος, έτσι;
-Δεν έχετε βρύσες στα σπίτια σας, είπε ακόμα θαμπωμένος από την ομορφιά της.
-… Θέλω να πω… συγγνώμη, κάτι πήγε στραβά με την καμπύλωση στο ταξίδι μου και βρέθηκα εδώ. Πού βρίσκομαι;
-Στον κόσμο του Sifnion… Και, ναι, έχουμε βρύσες στο χωριό… όμως, είναι τόσο όμορφα εδώ…
Πέρασαν κάποιες στιγμές μέχρι να καταλάβει κι εκείνος.
-Διαφορετικά, πώς θα μαγειρεύαμε…
-Sifnion; Πρώτη φορά τον ακούω, πού κοντά βρίσκεται, περίπου.
Σήκωσε τους ώμους που δήλωσαν άγνοια.
-Πού να ξέρω… άλλωστε, δεν υπάρχουν αποστάσεις πια. Έλα, πάμε στο χωριό, θα πεινάς
Εκείνη σηκώθηκε κι εκείνος την ακολούθησε. Τότε, πρόσεξε για πρώτη φορά τα παπούτσια της…
[συνεχίζεται]